Αρχική Κινηματογράφος Το Χόλυγουντ αναμασά τις σάρκες του

Το Χόλυγουντ αναμασά τις σάρκες του

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ

Οι κριτικοί κινηματογράφου και τηλεόρασης αλλά και οι θεατές αισθάνονται όλο και συχνότερα ότι παρακολουθούν την επανάληψη παλιών ιδεών στη μικρή και τη μεγάλη οθόνη.

 

Δεν πρόκειται για αποτυχία των δημιουργών αλλά για συνειδητή επιλογή μιας ομάδας ελάχιστων εταιρειών που ελέγχουν πλέον κάθε στάδιο παραγωγής και διανομής μιας ταινίας.

«Aλγόριθμος της κοινοτοπίας». Οι τελευταίες λέξεις στην κριτική του Guardian για την τέταρτη συνέχεια της κινηματογραφικής παραγωγής «Matrix», με τον Κίανου Ριβς, αποτέλεσαν τη χαριστική βολή μετά από μια ομοβροντία πολύ κακών κριτικών που στιγμάτισαν την ταινία στα διεθνή μέσα ενημέρωσης. Το σχόλιο όμως δεν αφορούσε μόνο το «Matrix».

Ο συντάκτης του κειμένου, ο Πίτερ Μπράντσο, κατάφερε να συνοψίσει τα συναισθήματα εκατοντάδων άλλων κριτικών, αλλά ακόμη και δημιουργών του Χόλιγουντ, οι οποίοι τα τελευταία χρόνια αποδίδουν στην αμερικανική βιομηχανία του θεάματος μια πολύ συγκεκριμένη και σκληρή κατηγορία: ότι η βιομηχανία σκοτώνει το θέαμα. «H μηχανή του Χόλιγουντ αφαιρεί τη ζωή από τις ταινίες» σημείωνε ο Μπράντσο. Σχεδόν έναν μήνα νωρίτερα ο Μάρτιν Σκορσέζε σημείωνε στους New York Times ότι «δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε τη βιομηχανία του κινηματογράφου για να παράγει ταινίες».

Κανένας βέβαια δεν έχει αμφιβολίες ότι το Χόλιγουντ γεννήθηκε σαν μια καπιταλιστική μηχανή με πρωταρχικό στόχο τη συσσώρευση κέρδους. Ολο και περισσότεροι όμως φαίνεται να συνειδητοποιούν ότι η νέα πολιτική οικονομία του κινηματογράφου αλλά και των παραγωγών που διανέμονται αποκλειστικά από πλατφόρμες όπως το Netflix βλάπτει σοβαρά (αν και με διαφορετικούς μηχανισμούς) την καινοτομία. Από το «Sex and the City» μέχρι τους «Simpsons» και από τον «Τζέιμς Μποντ» μέχρι το «Star Wars», οι κριτικοί δυσκολεύονται όλο και συχνότερα να εντοπίσουν μια μεγάλη παραγωγή που θα τους κρατήσει όρθιους στην καρέκλα τους.

Οπως εξηγούσε στο περιοδικό Jacobin ο κινηματογραφιστής Τζέικ Ούρες, στην καρδιά του προβλήματος βρίσκεται η αλλαγή του μοντέλου χρηματοδότησης των ταινιών, το οποίο με τη σειρά του καθορίστηκε τις τελευταίες δεκαετίες από σειρά συγχωνεύσεων και επιθετικών εξαγορών μικρότερων στούντιο. Ενώ στις αρχές της δεκαετίας του ’80 το 90% των εταιρειών παραγωγής οπτικοακουστικού υλικού στις ΗΠΑ ελεγχόταν από περίπου 50 εταιρείες, μέχρι το 2011 το ίδιο ποσοστό πέρασε στα χέρια μόλις έξι επιχειρήσεων.

Ο συντάκτης του κειμένου, ο Πίτερ Μπράντσο, κατάφερε να συνοψίσει τα συναισθήματα εκατοντάδων άλλων κριτικών, αλλά ακόμη και δημιουργών του Χόλιγουντ, οι οποίοι τα τελευταία χρόνια αποδίδουν στην αμερικανική βιομηχανία του θεάματος μια πολύ συγκεκριμένη και σκληρή κατηγορία: ότι η βιομηχανία σκοτώνει το θέαμα. «H μηχανή του Χόλιγουντ αφαιρεί τη ζωή από τις ταινίες» σημείωνε ο Μπράντσο. Σχεδόν έναν μήνα νωρίτερα ο Μάρτιν Σκορσέζε σημείωνε στους New York Times ότι «δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε τη βιομηχανία του κινηματογράφου για να παράγει ταινίες».

Κανένας βέβαια δεν έχει αμφιβολίες ότι το Χόλιγουντ γεννήθηκε σαν μια καπιταλιστική μηχανή με πρωταρχικό στόχο τη συσσώρευση κέρδους. Ολο και περισσότεροι όμως φαίνεται να συνειδητοποιούν ότι η νέα πολιτική οικονομία του κινηματογράφου αλλά και των παραγωγών που διανέμονται αποκλειστικά από πλατφόρμες όπως το Netflix βλάπτει σοβαρά (αν και με διαφορετικούς μηχανισμούς) την καινοτομία. Από το «Sex and the City» μέχρι τους «Simpsons» και από τον «Τζέιμς Μποντ» μέχρι το «Star Wars», οι κριτικοί δυσκολεύονται όλο και συχνότερα να εντοπίσουν μια μεγάλη παραγωγή που θα τους κρατήσει όρθιους στην καρέκλα τους.

Οπως εξηγούσε στο περιοδικό Jacobin ο κινηματογραφιστής Τζέικ Ούρες, στην καρδιά του προβλήματος βρίσκεται η αλλαγή του μοντέλου χρηματοδότησης των ταινιών, το οποίο με τη σειρά του καθορίστηκε τις τελευταίες δεκαετίες από σειρά συγχωνεύσεων και επιθετικών εξαγορών μικρότερων στούντιο. Ενώ στις αρχές της δεκαετίας του ’80 το 90% των εταιρειών παραγωγής οπτικοακουστικού υλικού στις ΗΠΑ ελεγχόταν από περίπου 50 εταιρείες, μέχρι το 2011 το ίδιο ποσοστό πέρασε στα χέρια μόλις έξι επιχειρήσεων.

Απέναντι σε αυτό το αναμάσημα άνευρων επιλογών, οι νέες πλατφόρμες τηλεσειρών και ταινιών όπως το Netflix και το HBO υποσχέθηκαν να αλλάξουν το μοντέλο -και το έκαναν- χωρίς όμως να προσφέρουν καινοτόμες επιλογές. Καθώς εδώ οι επιχειρηματίες δεν ενδιαφέρονται για την επιτυχία μιας συγκεκριμένης ταινίας αλλά για τη διατήρηση του αριθμού των συνδρομητών, δίνουν βάρος στη συνεχή διαδοχή νέων παραγωγών. Κάθε μια από αυτές τις ταινίες ή σειρές, μάλιστα, μπορεί να απευθύνεται σε ξεχωριστό ακροατήριο, χωρίς την ανάγκη καθολικής αποδοχής.

 

Ακόμη και σε αυτή την περίπτωση όμως ο αλγόριθμος της πλατφόρμας (ο οποίος συλλέγει καθημερινά πληροφορίες, ακόμη και για το ποιο δευτερόλεπτο κάθε τηλεσειράς προκαλεί το ενδιαφέρον των θεατών ή σε ποιο κάνει «κοιλιά») ανατροφοδοτεί τους παραγωγούς με παλιές, δοκιμασμένες ιδέες. Ο αλγόριθμος, δηλαδή, τον οποίο χρησιμοποιούν τα στελέχη των εταιρειών για τις παραγγελίες νέων παραγωγών δεν μπορεί να γνωρίζει τι θα εκπλήξει ευχάριστα τον θεατή, αλλά μόνο τι του αρέσει ήδη. Για άλλη μια φορά λοιπόν η ασφαλέστερη λύση για τους μετόχους είναι να ξανατυλίξουν τις ίδιες ιδέες με νέο περιτύλιγμα.

Η παγκόσμια βιομηχανία του θεάματος δεν υπήρξε ποτέ ένας υγιής τόπος ελευθερίας και δημιουργικότητας. Στο παρελθόν όμως αποτελούσε, αν μη τι άλλο, μια αρένα όπου συγκρούονταν τα επιχειρηματικά συμφέροντα των παραγωγών με τις καλλιτεχνικές ανησυχίες των δημιουργών. Οι δεύτεροι συνήθως συνθλίβονταν. Αλλά τουλάχιστον συμμετείχαν στη μάχη. Σήμερα καλούνται να λειτουργήσουν σαν τους γελωτοποιούς ή τους ζωγράφους του Μεσαίωνα, που γνώριζαν ότι μπορούν να επιβιώσουν μόνο εάν ευχαριστήσουν τον ηγεμόνα ή αν αναλάβουν κάποια εργολαβία από το παλάτι ή την Εκκλησία. Προφανώς, ακόμη και τότε προέκυπταν πραγματικά αριστουργήματα. Το ερώτημα είναι τι παραπάνω μας πρόσφερε ο καπιταλισμός από τη φεουδαρχία.

Άρης Χατζηστεφάνου

Εφημερίδα των Συντακτών