Η φωτογράφιση έγινε στις 8 Δεκεμβρίου του 1980 στο διαμέρισμα του ζευγαριού απέναντι από το Central Park. Η ιστορία του καρέ είναι βαμμένη με αίμα
Ήμουν εκεί, το έκανα, θα μπορούσα να κάνω μεταβολή και να φύγω, όμως είχα κάνει την επιλογή μου. Η λάμψη της δόξας ήταν εκεί. Δεν μπόρεσα να της αντισταθώ. Η αυτοεκτίμησή μου ήταν πληγωμένη. Έψαχνα να βρω διέξοδο”. Στη μαρτυρία του ο Μαρκ Τσάπμαν ήταν σαφής. Εν έτει 2004, 24 χρόνια μετά τη δολοφονία του Τζον Λένον, ομολογούσε εντελώς κυνικά, πως όλα ήταν προσχεδιασμένα. “Το είχα σκεφτεί πάρα πολύ καλά, το προετοίμαζα για καιρό. Τρεις μήνες πριν τη δολοφονία, είχα επισκεφτεί το κτίριο όπου βρισκόταν το διαμέρισμά του στο Ντακότα, για να ελέγξω τον χώρο. Τόσο αποφασισμένος ήμουν να διαπράξω το έγκλημα”.
Στις 8 Δεκεμβρίου του 1980, ο Τσάπμαν θα συναντούσε τον Λένον το πρωί, αρχικά για να του ζητήσει αυτόγραφο. Στα χέρια του κρατούσε ένα αντίτυπο του δίσκου Double Fantasy, του έβδομου και τελευταίου του Τζον, στο εξώφυλλο του οποίου του ζήτησε να υπογράψει. Ήταν μια μέρα “γεμάτη” για τον Λένον. Λίγο πριν την “επίσκεψη” του δολοφόνου του, είχε φωτογραφηθεί μαζί με τη Γιόκο για το περιοδικό Rolling Stone και είχε δώσει ακόμη μια συνέντευξη από τις δεκάδες που έδωσε στη ζωή του.
Το βράδυ της ίδιας ημέρας, ο Τσάπμαν θα υλοποιούσε το σχέδιό του, για να “ταΐσει” τη δική του εγωπάθεια. Λίγα λεπτά μετά τις 23.00 το βράδυ, την ώρα που το πρώην “σκαθάρι” επέστρεφε στο σπίτι του, στο ιστορικό κτίριο Dakota της Νέας Υόρκης, μαζί με τη σύζυγό του, και έχοντας ηχογραφήσει τα “Walking on Thin Ice” και “It Happened”, ο Μαρκ Τσάπμαν θα τον δολοφονούσε πυροβολώντας τον πισώπλατα τέσσερις φορές.
Ο Λένον βρήκε τη δύναμη προτού καταρρεύσει, να κάνει έξι βήματα και να μπει στην είσοδο του κτιρίου. Ο θυρωρός Jose Perdomo κατάφερε να αποσπάσει το όπλο από τον Τσάπμαν. Ο Λένον μεταφέρθηκε αμέσως στο νοσοκομείο Ρούσβελτ, όμως είχε ήδη καταλήξει, 15 λεπτά μετά τους πυροβολισμούς.
Σύμφωνα με τις αναφορές των μαρτύρων και των αστυνομικών αρχών, μετά τη δολοφονία, ο Τσάπμαν παρέμεινε ήρεμος στον τόπο του εγκλήματος μέχρι την άφιξη της αστυνομίας. Στην κατοχή του είχε ακόμη το αντίτυπο του δίσκου Double Fantasy, στο εξώφυλλο του οποίου είχε υπογράψει νωρίτερα ο Λένον, ένα αντίτυπο του μυθιστορήματος “The Catcher in the Rye” του Τ. Ν. Σάλιντζερ, καθώς και κασέτες με τραγούδια των Beatles. Τα ίδια κρατούσε από το πρωί εκείνης της μέρας μέχρι το τέλος της.
Λίγα 24ωρα μετά την επίθεση που σόκαρε τον πλανήτη, στις 22 Ιανουαρίου του 1981, το περιοδικό Rolling Stone θα δημοσίευε τη θρυλική φωτογραφία της Αννι Λίμποβιτς από τη μοιραία εκείνη ημέρα. Η φωτογραφία απεικονίζει τον Τζον Λένον, γυμνό, σε εμβρυακή στάση, δίπλα στη σύζυγό του Γιόκο Όνο και το εν λόγω εξώφυλλο είχε ψηφιστεί ως το καλύτερο της 40ετιας από την Αμερικανική Ένωση Διευθυντών Περιοδικών (ASME), το 2005.
Για την ιστορία, ο Τσάπμαν ζήτησε συγγνώμη για τη δολοφονία κατά την 11η κατά σειρά ακρόασή του λίγους μήνες πριν, τον Σεπτέμβριο του 2020, μετά από ακόμη ένα αίτημα για αναστολή της ποινής φυλάκισης του.
Κατά τη διάρκεια της πιο πρόσφατης ακρόασής του, ο Τσάπμαν δήλωσε ότι η δολοφονία του 40χρονου μουσικού είχε μοναδικό σκοπό την προσωπική του “δόξα”, προσθέτοντας ότι για αυτή του την πράξη, του αξίζει η θανατική ποινή.
“Τον δολοφόνησα… γιατί ήταν πολύ, πολύ, πολύ διάσημος και αυτός είναι ο μοναδικός λόγος που εγώ αναζητούσα τόσο πολύ, πολύ, πολύ την προσωπική δόξα”, δήλωσε χαρακτηριστικά, χαρακτηρίζοντας την πράξη του “υπερβολικά εγωιστική”. “Ήταν υπερβολικά διάσημος. Δεν τον σκότωσα εξαιτίας του χαρακτήρα του. Ήταν είδωλο. Ήταν κάποιος που μίλησε για πράγματα που έμειναν στην ιστορία, και είναι εξαιρετικός”.
Για τη θρυλική Polaroid φωτογραφία, η Λίμποβιτς είχε δηλώσει πως ο Τζον της είχε πει, δείχνοντάς του το καρέ με την εμβρυακή στάση δίπλα στη γυναίκα που αποκάλεσε “μητέρα του”: “Αυτό είναι. Αυτή ακριβώς η στάση περιγράφει τη σχέση μας”. Η Όνο επέμενε να μείνει με τα ρούχα της, ενώ ο Λένον δεν δίστασε να γδυθεί για ακόμη μια φορά μπροστά στον φακό. Το είχε κάνει και για το Two Virgins άλλωστε.Όταν είδε τη φωτογραφία ο εκδότης Jann Wenner, αποφάσισε να είναι εκείνη που θα συνόδευε την τελευταία “κοινή εμφάνιση” των δύο, σε ένα τεύχος που έμελλε να πουλήσει 1.45 εκ. κόπιες και αποτελεί ένα αληθινό μνημείο για τους φαν των Beatles.
Αυτό που πραγματικά θέλουν, είναι νεκροί ήρωες
Στη τελευταία του συνέντευξη για το Rolling Stone (5 Δεκεμβρίου του 1980), o Λένον μίλησε στον Τζόναθαν Κοτ, ο οποίος ήταν φανατικός θαυμαστής του. Η συνέντευξη έμεινε αδημοσίευτη μέχρι το 2011, 31 χρόνια μετά το φονικό, καθώς ο δημοσιογράφος δεν μπορούσε να διαχειριστεί συναισθηματικά την απομαγνητοφώνησή της. Εκείνο το τεύχος, της 22ας Ιανουαρίου του ’81, ήταν όλο αφιερωμένο στον νεκρό σούπερ σταρ, με εκτενή άρθρα και δηλώσεις καλλιτεχνών, με την ίδια τη Γιόκο να μιλάει για εκείνον, με δήλωση του γιού τους, όμως η συνέντευξη δεν υπήρχε. Ο Wenner έγραφε πως η δολοφονία σκότωσε ένα μέρος της νιότης του. Το τεύχος εκείνο, ήταν το magnum opus του.
Στη συνέντευξη ο Τζον μιλούσε για την αποχή του από τη μουσική και για το γεγονός ότι είχε επικεντρωθεί στο να κάνει παιδί με τη σύντροφό του, μετά από πολλαπλές αποτυχημένες προσπάθειες. Σε ένα απόσπασμά της, ο απογοητευμένος από τα ΜΜΕ της εποχής του, σταρ, έλεγε: “Τι περιμένουν πια από εμένα και τη Γιόκο; Να κάνουμε έρωτα και αμέσως μετά να σκοτωθούμε; Κατάλαβα για πρώτη φορά ότι υπάρχει ένα είδος συστήματος όπου ο καθένας γίνεται κομμάτι του μεγάλου τροχού και απλά πρέπει να συνεχίσει να γυρίζει ό,τι κι αν συμβεί”. Παράλληλα περιέγραφε το πώς το ίδιο αδηφάγο σύστημα θα “κατάπινε” τον Bruce Springsteen που τότε πραγματοποιούσε το δικό του ξεπέταγμα. Ο Springsteen βέβαια διάλεξε στη συνέχεια να μη γίνει ποτέ ο “νούμερο ένα” ροκ σταρ του καιρού του, κρατώντας χώρο για τον εαυτό και τις επιλογές του.
“Με ενδιαφέρει να εξωτερικεύω τις σκέψεις και τα συναισθήματά μου και η μουσική είναι ένας τρόπος για να το πετύχω. Ποιος υποτίθεται ότι πρέπει να είμαι; Ένα είδος οσιομάρτυρα που δεν μπορεί να είναι πλούσιος;”
“Ορισμένοι αρέσκονται να υποστηρίζουν κάποιον όταν βρίσκεται στο δρόμο για την κορυφή, αλλά όταν φτάσει εκεί, τον μισούν. Αυτό που πραγματικά θέλουν είναι νεκροί ήρωες όπως ο Σιντ Βίσιους και ο James Dean. Εγώ, λοιπόν, δεν ενδιαφέρομαι να γίνω κάτι τέτοιο, ξέχασέ το αυτό”.
Σε άλλο σημείο της συνέντευξής του, ο Λένον περιέγραφε το πώς η Γιόκο του έμαθε να αποδέχεται την ευαίσθητη πλευρά του. Τη “γυναικεία του υπόσταση”, όπως την περιέγραφε χαρακτηριστικά.
“Φοβάμαι συχνά, αλλά πλέον δεν φοβάμαι να φοβηθώ. Το πιο επώδυνο είναι να προσπαθείς να μην είσαι ο εαυτός σου. Οι άνθρωποι ξοδεύουν χρόνο προσπαθώντας να είναι κάτι άλλο, και αυτό οδηγεί σε τραγικές ασθένειες. Πολλοί “σκληροί άντρες” πεθαίνουν από καρκίνο. Ο John Wayne, ο Steve McQueen. Νομίζω πως σχετίζεται με το να προσπαθείς να ζεις διαρκώς παγιδευμένος σε μια εικόνα ή μια ψευδαίσθηση του τι είσαι, να καταπιέζεις ένα κομμάτι του εαυτού σου που είναι και η γυναικεία σου πλευρά”.
Μιλώντας για το παρελθόν του θυμόταν ότι ήθελε να μοιάζει με τον Marlon Brando ή τον Elvis Presley. “Ήθελα να μοιάζω σκληρός σαν τον James Dean. Πάλεψα πολύ μέσα μου για να το σταματήσω. Ακόμα σκέφτομαι έτσι όταν αισθάνομαι ανασφαλής. Η Γιόκο με έμαθε να σκέφτομαι διαφορετικά, μια γυναίκα έπρεπε να μου δείξει. Πλέον κοιτάζω παλιές φωτογραφίες του εαυτού μου, τότε που ήμουν διχασμένος ανάμεσα στο να είμαι ένας Marlon Brando ή ένας ευαίσθητος ποιητής σαν τον Oscar Wilde. Ήμουν πάντοτε ανάμεσα σε αυτές τις δύο πραγματικότητες, αλλά είχα μια ροπή προς τη μάτσο πλευρά μου, γιατί αν έδειχνες την ευαίσθητη όψη σου, ήσουν νεκρός”.
Αξίζει τέλος να σημειωθεί, ότι ο Λένον είχε δώσει συνέντευξη για το πρώτο τεύχος του Rolling Stone που κυκλοφόρησε στις 9 Νοεμβρίου του 1967. Στο ίδιο τεύχος πόζαρε στο εξώφυλλο του νέου τότε περιοδικού, με αφορμή την κυκλοφορία της ταινίας “How I Won the War” του Richard Lester.