Σύμφωνα με τα στούντιο, το «Back to Black» θα παρακολουθεί την τραγουδίστρια στα χρόνια «που ζούσε στο Λονδίνο τον πρώτο καιρό της καριέρας της και στο έντονο ταξίδι της προς τη φήμη»
Το φως της δημοσιότητας είδε η πρώτη φωτογραφία της Μαρίσα Αμπέλα (Marisa Abela) ως Έιμι Γουάινχαουζ στην επερχόμενη βιογραφική ταινία «Back to Black».
Η φωτογραφία έκανε το ντεμπούτο της καθώς το Studiocanal ανακοίνωσε ότι συνεργάζεται με τις Focus Features και Monumental Pictures στο μουσικό δράμα. Η Σαμ Τέιλορ-Γουντ, που έχει σκηνοθετήσει τις ταινίες «50 Shades of Grey» και «Nowhere Boy», σκηνοθετεί και τη βιογραφική ταινία της Γουάινχαουζ.
Σύμφωνα με τα στούντιο, το «Back to Black» θα παρακολουθεί την τραγουδίστρια στα χρόνια «που ζούσε στο Λονδίνο τον πρώτο καιρό της καριέρας της και στο έντονο ταξίδι της προς τη φήμη». Η παραγωγή της ταινίας ξεκινά στις 16 Ιανουαρίου στο Λονδίνο.
Το Variety είχε αναφέρει το καλοκαίρι ότι επικρατέστερη για τον ρόλο της Γουάινχαουζ είναι η Αμπέλα. Το «Back to Black» γράφτηκε από τον Ματ Γκρίνχαλγκ.
Ποια ήταν η Γουαϊνχάουζ
Αγγλίδα τραγουδοποιός, από τις σπουδαιότερες της γενιάς της. Με το ταλέντο, αλλά και την πολυτάραχη ζωή της, απασχολήσει όσο λίγες το κοινό και τα μέσα ενημέρωσης την πρώτη δεκαετία του 2000. Διέθετε μία βαθιά εκφραστική κοντράλτο φωνή και η μουσική της ήταν ένα εκλεκτικό μείγμα σόουλ, ριθμ εντ μπλουζ και τζαζ.
Η Έιμι Γουαϊνχάουζ γεννήθηκε στο Λονδίνο στις 14 Σεπτεμβρίου 1983 από γονείς ιουδαϊκού θρησκεύματος, που αγαπούσαν τη μουσική και την εμφύσησαν στα δύο παιδιά τους. Ο πατέρας της, Μιτς Γουϊανχάουζ, ήταν τεχνίτης υαλοπινάκων και η μητέρα της, Τζάνις Σίτον, φαρμακοποιός. Από τα 14 χρόνια της άρχισε να ασχολείται με τη μουσική και να σκαρώνει τα πρώτα της τραγούδια, ενώ συμμετείχε σε διάφορα τοπικά γκρουπ.
Στις αρχές του 2000 εμφανιζόταν σε κλαμπ του Λονδίνου, τραγουδώντας σόουλ και τζαζ επιτυχίες. Η εκφραστική φωνή της εντυπωσίασε τα αφεντικά της Island και το 2002 υπέγραψε συμβόλαιο συνεργασίας με τη θρυλική αγγλική δισκογραφική εταιρεία, θυγατρική πλέον της Universal.
Στις 20 Οκτωβρίου 2003 κυκλοφόρησε τον πρώτο της δίσκο με τίτλο «Frank», που γνώρισε κριτική αποδοχή και εμπορική αποδοχή. Από τον δίσκο ξεχώρισαν τα τραγούδια «Stronger Than Me», «Take the Box», «In My Bed» και «Fuck Me Pumps». Στις αρχές του χρόνου είχε γνωρίσει σ’ ένα μπαρ του Λονδίνου τον κατά ένα χρόνο μεγαλύτερό της Μπλέικ Φίλντερ-Σίβιλ, τεχνικό της τηλεόρασης, με τον οποίο θα έχει μία θυελλώδη ερωτική σχέση. Συχνά θα απασχολήσουν τα πρωτοσέλιδα του βρετανικού λαϊκού Τύπου με τη βίαιη συμπεριφορά τους και την εμπλοκή τους σε υποθέσεις ναρκωτικών. Θα παντρευτούν τον Μάιο του 2007 στο Μαϊάμι και θα χωρίσουν τον Αύγουστο του 2009.
Στις 26 Οκτωβρίου του 2006 κυκλοφόρησε το δεύτερό της άλμπουμ με τίτλο «Back to Black», που απογείωσε την καριέρα της και τις χάρισε πέντε βραβεία Γκράμι, τα περισσότερα που έχει κατακτήσει μία καλλιτέχνιδα σε μία μόνο διοργάνωση. Από τον δίσκο ξεχώρισαν τα τραγούδια «Rehab», «You Know I’m No Good», «Back to Black», «Tears Dry on Their Own» και «Love Is a Losing Game».
H επίδραση που έχει πλέον στη μουσική βιομηχανία είναι τόσο μεγάλη, ώστε να δημιουργηθεί ο όρος «το φαινόμενο Γουάινχαουζ» για να περιγράψει το πώς η επιτυχία της άνοιξε το δρόμο για την ολική επαναφορά της βρετανικής μουσικής στο παγκόσμιο προσκήνιο, για πρώτη φορά μετά τους Beatles. Η σαρωτική επιτυχία του δίσκου έσπασε τα όρια της μουσικής και πέρασε στην ευρύτερη ποπ κουλτούρα: η εμφάνισή της, με τα παλιομοδίτικα (vintage) ρούχα και τα εντυπωσιακά χτενίσματα, έγινε πρότυπο για αμέτρητες γυναίκες, με αποτέλεσμα να επηρεαστεί δραστικά η βιομηχανία της μόδας.
Η κατάσταση της υγείας της, όμως, επιδεινωνόταν δραματικά, λόγω του εθισμού της στο αλκοόλ και τα ναρκωτικά Η τελευταία -και ίσως η χειρότερη της καριέρας της- συναυλία έγινε στις 18 Ιουνίου 2011 στο Βελιγράδι. Η Γουαϊνχάουζ εμφανίστηκε στη σκηνή σε κατάσταση μέθης και αποδοκιμάστηκε έντονα από τους 20.000 θεατές. Τέσσερις ημέρες αργότερα ήταν προγραμματισμένη και η πρώτη της συναυλία στην Αθήνα, η οποία ακυρώθηκε.
Η Έιμι Γουαϊνχάουζ άφησε την τελευταία της πνοή στο σπίτι της στο Λονδίνο στις 23 Ιουλίου 2011, σε ηλικία μόλις 27 ετών. Ο θάνατός της οφειλόταν, σύμφωνα με τις τοξικολογικές εξετάσεις, σε υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ.